- ἑανηφόρος
- ἑανηφόροςwearing a thin robemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εανηφόρος — ἐανηφόρος, ον (Α) φρ. «ἐανηφόρος Ἠώς» η Αυγή με το λεπτό, λαμπερό πέπλο … Dictionary of Greek